πάφιλας

πάφιλας
και πάφυλλας και πάφ(ι)λος και μπάφιλος, ο
1. τεχνολ. λεπτό έλασμα από ορείχαλκο
2. (κατ' επέκτ.) κάθε ορειχάλκινο έλασμα
3. ο ορείχαλκος
4. αντικείμενο με πολύ μικρό πάχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μια άποψη, η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό τού τουρκ. pafta «μικρή μεταλλική πλάκα» και τού ελλ. φύλλα. Κατ' άλλους, η λ. είναι άγνωστης ετυμολ. και η ορθή γρφ. είναι πάφιλας / πάφλας, ενώ έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι η λ. προέρχεται από το ρ. παφλάζω λόγω τού κρότου που κάνει το έλασμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πάφιλας — ο (από λ. τουρκ. pafla = μικρή μεταλλική πλάκα), μικρό έλασμα από ορείχαλκο (μπρούντζο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάφυλλας — ο βλ. πάφιλας …   Dictionary of Greek

  • παφίλι — και παφύλλι και μπαφίλι, το [πάφιλας] 1. τεχνολ. μικρό τεμάχιο από ορείχαλκο 2. ορειχάλκινο κόσμημα στο κοντάκι ή σε άλλα ξύλινα τμήματα τών παλαιών όπλων 3. ορειχάλκινο δοχείο κρασιού χωρητικότητας 100 δραμιών, το κατοστάρι, το κατοσταράκι …   Dictionary of Greek

  • παφιλένιος — και παφυλλένιος και μπαφιλένιος ια, ιο [πάφιλας] 1. ο κατασκευασμένος από πάφιλα, ο ορειχάλκινος 2. συνεκδ. αυτός που έχει μικρή αξία, ο ευτελής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”